[ψᾰ], ον,
A sandy, AP6.223 (Antip.).
[Seite 1111] sandreich, ἠϊών Ant. Sid. 14 (VI, 223).
εὐψάμᾰθος: -ον, ἀμμώδης, πλήρης ἄμμου, Ἀνθ. Π. 6. 223.