ἀδιάτρεπτος
English (LSJ)
ον,
A not to be turned aside, c. gen., γνώμης Sch.Luc.Herm.53. II headstrong, LXX Si.26.10. Adv. -τως LXX v. l. ibid., Jul.Or.6.197b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάτρεπτος: -ον, ἀκίνητος, ἰσχυρογνώμων, Ἑβδ., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, Ἑβδ.