ἁρμάτειος

Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ον,

   A of or belonging to a chariot, σύριγγες E.IA230; δίφρος X.Cyr.6.4.9, Ant.Lib.11.3 (ἁρμάτιον codd.); ἁρμάτινον, Apoll.Lex. s.v. δίφρον, is prob. corrupt; τροχός Placit.2.20.1; νόυος ἁ. name of a melody for the flute, Plu.2.335a, 1133e; ἁ. μέλος, stage-direction in E.Or.[1384].

German (Pape)

[Seite 355] eigtl. den Wagen betreffend, σύριγγες Eur. I. A. 230; νόμος, Wagenkampflied od. Wagenwettlausgesang, zum kriegerischen Muth begeisternd, Plut. Alex. fort. II, 2; aber ἁρμ. μέλος Eur. Or. 1385 ist ein Klaggesang, vielleicht auch nur phrygische Sangweise, denn nach Plut. music. 7 ist ἁρμάτιος νόμος eine vom Myser Olympus erfundene Flötenweise, u. im Eur. spricht die Worte der mysische Diener der Helena.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμάτειος: -ον, (ἅρμα) ὁ τοῦ ἅρματος, ὁ εἰς ἅρμα ἀνήκων, σύριγγες Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 230· δίφρος Ξεν. Κύρ. 6. 4, 9· (ἁρμάτινον, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. δίφρον εἶναι πιθ. ἀντιγραφέως σφάλμα)· τροχὸς Πλούτ. 2. 890Α· μέλος ἁρμ., εἶδος ἐπιταφίου μέλους, Εὐρ. Ὀρ. 1385· ἀλλὰ νόμος ἁρμ., μέλος πολεμικόν, Πλούτ. 2. 335Α, 1133 Ε· ἴδε Müller Εὐμ. § 19. 1.