ον,
A unfortunate in life's thread (i.e. dying young), AP7.527 (Theod.).
αἰνόλῐνος: -ον, δυστυχής, ὁ ἔχων δυστυχὲς τῆς ζωῆς τὸ νῆμα, ἐν σχέσει πρὸς τὰς Μοίρας, Ἀνθ. Π. 7. 527.