κατάμονος

Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A permanent, SIG141.8 (Corc. Nigr., iv B. C.); τιμαί Plb.39.3.9, IG5(1).1432.16 (Messene, i B. C.); ψαφίσματα SIG563.8 (Aetol., from Teos, iii B. C.).    2 ἐψηφίσατο τὸν πόλεμον κ. εἶναι should continue, Plb.18.12.1, cf. 21.2.6, al.

German (Pape)

[Seite 1364] bleibend, dauernd, fortwährend, γίγνεται ὁ πόλεμος, Pol. 17, 12, 1 u. öfter; Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμονος: -ον, ὅστις καταμένει, μόνιμος, χρόνιος, διηνεκής, διαρκής, πόλεμος κ. Πολύβ. 17. 21, 1· τὰ ψαφίσματα κ. εἶμεν Συλλ. Ἐπιγρ. 3046. 8.