ον,
A ever renewed, ever fresh, κηκίς A.Ag.960.
[Seite 435] ganz erneu't, immer neu, πορφύρας κηκῖδα, Aesch. Ag. 968.
παγκαίνιστος: -ον, ἀείποτε ἀνακαινιζόμενος, πάντοτε νέος, κηκὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 960.