παγκαίνιστος
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
παγκαίνιστον, ever renewed, ever fresh, κηκίς A.Ag.960.
German (Pape)
[Seite 435] ganz erneu't, immer neu, πορφύρας κηκῖδα, Aesch. Ag. 968.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entièrement renouvelé, toujours nouveau.
Étymologie: πᾶς, καινίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγκαίνιστος -ον [πᾶς, καινίζω] altijd fris.
Russian (Dvoretsky)
παγκαίνιστος: постоянно возобновляющийся, т. е. неисчерпаемый (πορφύρας κηκίς Aesch.).
Greek Monolingual
παγκαίνιστος, -ον (Α)
αυτός που ανακαινίζεται συνεχώς, ο διαρκώς νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καινίζω.
Greek Monotonic
παγκαίνιστος: -ον, πάντα ανακαινισμένος, πάντα φρέσκος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
παγκαίνιστος: -ον, ἀείποτε ἀνακαινιζόμενος, πάντοτε νέος, κηκὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 960.