ον,
A pitiable, Diog.Ep.27.
[Seite 269] mitleidswerth, Sp.
ἀξιελέητος: -ον, ὁ ἄξιος ἐλέους, Ψευδο-Διογεν. Ἐπιστ. 27. Βοασσ.