ον,
A with skin stretched over it, β. κύκλωμα, = τύμπανον, E.Ba.124 (lyr.).
βυρσότονος: -ον, ὁ ἔχων δέρμα ἐκτεταμένον ἢ τεντωμένον ἐπάνω του, β. κύκλωμα = τύμπανον Εὐρ. Βάκχ. 124.