βροτοκέρτης
English (LSJ)
ου, ὁ, (κείρω)
A man-shaver, pedantic word for barber, Alexarch. ap. Heraclid.Lemb.5.
German (Pape)
[Seite 465] Heracl. bei Ath. III, 98 e, der Bartscheerer, nach Casaub. Emend. für βροτοκέρης.
Greek (Liddell-Scott)
βροτοκέρτης: -ου, ὁ, ὁ κείρων τοὺς βροτοὺς· λέξις κομπαστικὴ ἀντὶ τοῦ κουρεύς, Ἀλέξαρχ. παρ’ Ἀθήν. 98Ε.