βούνιον
English (LSJ)
τό,
A earth-nut, Bunium ferulaceum, Dsc.4.123. 2 = περιστερεών, Ps.-Dsc.4.59. II Dim. of βουνός 1, hill, Inscr. Prien. 42.41 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 458] τό, eine Doldenpflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βούνιον: τὸ, φυτόν τι, bunium, Διοσκ. 4. 124.