κερκέτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A weight used to steady a ship under sail, Paus.Gr.Fr. 118, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1424] ὁ, der kleine Anker od. das kleine Steuer, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κερκέτης: -ου, ὁ, βάρος χρησιμεῦον ὅπως κρατῇ ἰσόρροπον τὸ πλοῖον κατὰ τὸν πλοῦν, «ὅτι ὁ δελφὶς ὁ καλούμενος κερκέτης ἔστι μηχάνημα σιδηροῦν ὃ ἐξαρτᾶται τῆς νεὼς ὅταν ᾖ ἄνεμος πρὸς τὸ ἀντέχειν» Παυσ. παρ’ Εὐσταθ. 1221. 28· ― καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ μικρὸν πηδάλιον. ἀπὸ τῶν εὑρόντων».