κοινόπλοος

Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

ον, contr. κοινό-πλους, ουν,

   A sailing in common, ναὸς κ. ὁμιλία, i.e. shipmates, S.Aj.872.

German (Pape)

[Seite 1468] zsgzgn -πλους, gemeinsam zu Schiffe fahrend, ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν κλύεις Soph. Ai. 859, die Schiffsgenossenschaft.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, -ουν, κοινῇ μετά τινος πλέων, σύμπλους, συνταξειδιώτης, ναὸς κοινόπλους ὁμιλία, δηλ. οἱ συνταξειδιῶται, Σοφ. Αἴ. 872.