ὁμομαστιγίας
English (LSJ)
ου, ὁ,
A fellow-knave (cf. μαστιγίας), of Zeus (i.e. Zeus Δούλιος acc. to Sch.), Ar.Ra.756.
German (Pape)
[Seite 338] ὁ, der Mitgcpeitschtwerdende, Prügelgenoß, komisch für Mitsklave, Ar. Ran. 756.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμομαστῑγίας: -ου, ὁ, ὁμόδουλος (πρβλ. μαστιγίας), Ἀριστοφ. Βάτρ. 756.