ὁμομαστιγίας

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμομαστῑγίας Medium diacritics: ὁμομαστιγίας Low diacritics: ομομαστιγίας Capitals: ΟΜΟΜΑΣΤΙΓΙΑΣ
Transliteration A: homomastigías Transliteration B: homomastigias Transliteration C: omomastigias Beta Code: o(momastigi/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, fellow-knave (cf. μαστιγίας), of Zeus (i.e. Zeus Δούλιος acc. to Sch.), Ar.Ra.756.

German (Pape)

[Seite 338] ὁ, der Mitgcpeitschtwerdende, Prügelgenoß, komisch für Mitsklave, Ar. Ran. 756.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
compagnon de fouet, càd d'esclavage.
Étymologie: ὁμός, μαστιγίας.

Russian (Dvoretsky)

ὁμομαστῑγίας: ου ὁ шутл. товарищ по кнуту, т. е. по рабству Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμομαστῑγίας: -ου, ὁ, ὁμόδουλος (πρβλ. μαστιγίας), Ἀριστοφ. Βάτρ. 756.

Greek Monolingual

ὁμομαστιγίας, ὁ (Α)
(ως χαρακτηρισμός του Διός στον Αριστοφάνη) αυτός που μαστιγώνεται, δηλαδή είναι δούλος, μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + μαστιγίας (< μάστιξ)].

Greek Monotonic

ὁμομαστῑγίας: -ου, ὁ, αυτός που ανήκει από κοινού στην τάξη των δούλων, ομόδουλος, σε Αριστοφ.