μαστιγίας
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
-ου, ὁ, (μάστιξ) one that wants whipping, a rogue, S.Fr.329 (pl.), Ar.Eq.1228, Ra.501, Pl.Grg. 524c, Men.Pk.134, Plu. 2.829b, etc.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gibier de fouet, qui reçoit sans cesse le fouet.
Étymologie: μάστιξ.
German (Pape)
[τῑ], ὁ, ein Taugenichts, ein fauler Knecht, der immer die Peitsche bekommen muß; Soph. frg. 309; Ar. Eq. 1224 und öfter, wie bei anderen Comic. Auch in Prosa, wie Plat. Gorg. 524c und sp., Plut.
Russian (Dvoretsky)
μαστῑγίᾱς: ου (γῐ) ὁ избиваемый плетьми или достойный плети, т. е. негодяй Arph., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μαστῑγίας: -ου, ὁ, (μάστιξ) ὁ μαστιγώσεως ἀεὶ δεόμενος, δοῦλος, οὐτιδανός, κακὸς ἄνθρωπος καὶ ἐλεεινός, Λατ. verbero, Σοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1228, Βάτρ. 501, Πλάτ. Γοργ. 524C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαστιγίας· ὁ μαστιζόμενος».
Greek Monolingual
μαστιγίας, ὁ (Α)
1. (για δούλους) αυτός που άξιζε να μαστιγωθεί ή αυτός που μαστιγωνόταν συχνά
2. μτφ. τιποτένιος, ελεεινός, χαμένος ή και κακός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ -ιγος + κατάλ. -ίας (πρβλ. θαλαμίας)].
Greek Monotonic
μαστῑγίας: -ου, ὁ (μάστιξ), αυτός που θέλει συνεχώς μαστίγωμα, τιποτένιος σκλάβος, ελεεινός απατεώνας, Λατ. verbero, σε Αριστοφ., Πλάτ.