μολυβδόομαι

Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδόομαι: Παθ. γίνομαι μόλυβδος, τήκομαι ὡς μόλυβδος, Διοσκ. 5. 99. 2) μεμολυβδωμένος, εἶμαι γεμισμένος μὲ μόλυβδον, ἐπὶ τῶν ἀστραγάλων τοῦ παιγνιδίου, Ἀριστ. Προβλ. 16. 3, 1· ἐπὶ τοῦ δικτύου, ἔχοντος τεμάχια μολύβδου προσηρτημένα ὅπως εὐχερῶς βυθίζηται εἰς τὸ ὕδωρ, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπόσταδον.