παραφάσσω

Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A feel gently with the finger, Hp.Nat.Mul.6 :—Med., Id.Mul.1.13 :—hence παρ-αφάσιες, αἱ, interior of the pudenda muliebria, ib.2.171, cf. Gal.19.128.
παρα-φάσσω,

   A = ἀλλοφάσσω, Gal.19.128.

German (Pape)

[Seite 505] daneben, an der Seite anfassen od. berühren, leicht od. heimlich berühren, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰφάσσω: παράπτομαι, ἐλαφρῶς ψαύω διὰ τῆς χειρός, Ἱππ. 565. 15· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, 597. 25., 647. 51, κατὰ τὴν διόρθωσιν τοῦ Foës. καὶ Littré· ― ἐντεῦθεν: παραφάσιες, τὰ ἐσωτερικὰ μέρη τοῦ γυναικείου αἰδοίου, «ἐντεῦθεν δὲ καὶ τοὺς κρυπτοὺς τόπους τοὺς κατὰ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον παραφάσιας ὀνομάζουσι» Γαλην. Γλῶσσαι Ἱπποκρ. σελ. 538, ἴδε Ἱππ. 633, 26, πρβλ. Littré, Ἱππ. 8, σ. 352. Πρβλ. εἰσαφάσσω.