ἀλλοφάσσω

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοφάσσω Medium diacritics: ἀλλοφάσσω Low diacritics: αλλοφάσσω Capitals: ΑΛΛΟΦΑΣΣΩ
Transliteration A: allophássō Transliteration B: allophassō Transliteration C: allofasso Beta Code: a)llofa/ssw

English (LSJ)

to be delirious, Hp.Prog.20, al., cf. Gal.18(2).249, prob. l. in Aret.SA2.4.—Ionic word, cf. Xenocrit. ap. Erot.Fr.1, Eust.1324.10.

Spanish (DGE)

jón., medic. delirar δύσπνοοι γίνονται, ἀλλοφάσσοντες Hp.Prog.20, cf. Mul.1.41, Gal.18(2).249, Xenocritus Cous en Erot.12.6, Eust.1324.11
ἀλλοφά(σ)σειν· ἑτεροχροεῖν. ἢ οὐχ ὑποφέρειν βάρος Hsch., cf. Phot.p.79R., AB 386.

Greek Monolingual

ἀλλοφάσω (Α)
παραπαίω, παραφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνική λ., αβέβαιης ετυμολογίας. Το ά συνθετικό της συνδέεται με τη λ. ἇλλος (αιολ., αμφισβητούμενο τ. της λ. ἠλεός «ταραγμένος, παράφρων» — πρβλ. και ἀλλό-φρων). Για το β' συνθετικό πρβλ. λ. παιφάσσω «ορμώ, εφορμώ»].