ἀλλοφάσσω
From LSJ
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
English (LSJ)
to be delirious, Hp.Prog.20, al., cf. Gal.18(2).249, prob. l. in Aret.SA2.4.—Ionic word, cf. Xenocrit. ap. Erot.Fr.1, Eust.1324.10.
Spanish (DGE)
jón., medic. delirar δύσπνοοι γίνονται, ἀλλοφάσσοντες Hp.Prog.20, cf. Mul.1.41, Gal.18(2).249, Xenocritus Cous en Erot.12.6, Eust.1324.11
•ἀλλοφά(σ)σειν· ἑτεροχροεῖν. ἢ οὐχ ὑποφέρειν βάρος Hsch., cf. Phot.p.79R., AB 386.
Greek Monolingual
ἀλλοφάσω (Α)
παραπαίω, παραφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνική λ., αβέβαιης ετυμολογίας. Το ά συνθετικό της συνδέεται με τη λ. ἇλλος (αιολ., αμφισβητούμενο τ. της λ. ἠλεός «ταραγμένος, παράφρων» — πρβλ. και ἀλλό-φρων). Για το β' συνθετικό πρβλ. λ. παιφάσσω «ορμώ, εφορμώ»].