ἀπόκυνον
English (LSJ)
τό, (κύων)
A dog's-bane, Marsdenia erecta, Dsc.4.80, Gal. 11.835. II name of a poisoned cake for dogs, Hsch.
German (Pape)
[Seite 309] τό, Hundetod, eine Pflanze, Diosc., cynanehum erectum, Linn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκῠνον: τό, (κύων) φυτόν, cynanchus erectus, σκυλοβότανον, «ἀπόκυνον, οἱ δὲ κύναγχον, οἱ δὲ κυνόμορον, οἱ δὲ κυνοκράμβην καλοῦσι», κατὰ δὲ Ἡσύχ. «μᾶζα μεμιγμένη φαρμάκῳ πρὸς ἀναίρεσιν κυνῶν, ἢ εἶδος βοτάνης».