δέσμα

Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

ατος, τό, (δέω A) poet. for δεσμός,

   A bond, fetter, σιδήρεα δέσματ' Od.1.204, cf. 8.278.    II head-band, ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα Il. 22.468.

German (Pape)

[Seite 550] τό, Band, Binde, von δέω »binden«, vgl. δεσμός; bei Homer dreimal, in der Form δέσματα: Odyss. 1, 204 οὐδ' εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ' ἐχῃσιν, Fesseln, Bande, δέσματα Subject; Odyss. 8, 278 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἑρμῖσιν χέε δέσματα κύκλῳ ἁπάντῃ, Fesseln, vgl. vs. 274 δεσμούς, vs. 296 δεσμοί, vs. 317 δεσμός, vs. 336 δεσμοῖς, vs. 340 δεσμοί, vs. 353 δεσμόν, vs. 359 δεσμόν, vs. 360 δεσμοῖο; Iliad. 22, 468 δέσματα Kopfputz, Kopfbinden der Andromache, τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν θ', ὅ ῥά οἱ δῶκε χρυσέη Ἀφροδίτη, vgl. Scheil. Didym. und Aristonic.

Greek (Liddell-Scott)

δέσμα: τό, (δέω) ποιητ. ἀντὶ δεσμός, δεσμά, σιδήρεα δέσματ’ Ὀδ. Α. 204, πρβλ. Θ. 278. ΙΙ. ταινία πρὸς δέσιν τῆς κεφαλῆς, ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα Ἰλ. Χ. 468· πρβλ. ἀναδέσμη, ἀνάδημα.