[Seite 861] τό, der Wedel, der Schwanz, Hesych.
σαννίον: τό, (σαίνω) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, ὡς το Λατιν. cauda, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 86· ― σαννιόπληκτος, ον, = αἰδιόπληκτος, Ἡσύχ.· πρβλ. Lob. Rhem 113.