[κᾰ], τό,
A mixture of figs and almonds, Arr.Epict. 4.7.23: pl., ib.3.9.22,4.7.22.
ἰσχᾰδοκάρυον: τό, μῖγμα ξηρῶν σύκων μετὰ καρύων ἢ ἀμυγδάλων, Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 7, 23· ὡσαύτως κατὰ πληθ., αὐτόθι 3. 9, 22., 4, 7, 22.