μῖγμα

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source

German (Pape)

[Seite 182] τό, das Gemischte, die Mischung; Arist. gen. an. 1, 18; Plut. Symp. 4, 1, 3; bes. durch Mischung zubereitete Farben u. Heilmittel, τοὺς τὰ φάρμακα καὶ τὰ μίγματα πωλοῦντας, prof. virt. p. 254.

French (Bailly abrégé)

ou μίγμα, ατος (τό) :
mixture médicale;
NT: mélange.
Étymologie: μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

μῖγμα: или μίγμα, ατος τό
1 смешение, смесь Arst.;
2 лекарственная смесь, микстура, снадобье (σμύρνης καὶ ἀλόης NT; τὰ φάρμακα καὶ τὰ μίγματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μῖγμα: τό, (μίγνυμι) ὡς καὶ νῦν, σύνθετον ἐκ πολλῶν, Ἐμπεδ. καὶ Ἀναξαγ. ἐν Ἀριστ. Φυσ. 1. 4, 2, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 7, 8. 2) μίγματα, ἐπὶ φαρμάκων, Πλούτ. 2. 80Α, 997Α, Καιν. Διαθ.· ἐπὶ χρωμάτων, Διογ. Ἁλ. π. Ἰσαί. 4.

Greek Monotonic

μῖγμα: -ατος, τό (μίγνυμι), μείγμα, μίγματα, παρασκευάσματα, φάρμακα που προέρχονται από ανάμειξη συστατικών, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

μῖγμα, ατος, τό, μίγνυμι
a mixture: μίγματα mixtures, medicines, NTest.