ατος, τό,
A f.l. for ἀνακώναμα (?), [Philol.]ap.Stob.1.20.2.
[Seite 194] τό, das Gebiet, Pythagor. Wort, s. Böckh Philolaus p. 174.
ἀνάκωμα: τό, χώρα, Πυθαγ. λέξις ἴδε Βοικχίου Φιλόλαον σ. 174.