ἀνάκωμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, f.l. for ἀνακώναμα (?), [Philol.]ap.Stob.1.20.2.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
lugar de residencia καὶ τὸ μὲν νῶ καὶ ψυχᾶς ἀνάκωμα πᾶν Philol.B 21.
German (Pape)
[Seite 194] τό, das Gebiet, Pythagor. Wort, s. Böckh Philolaus p. 174.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκωμα: τό, χώρα, Πυθαγ. λέξις ἴδε Βοικχίου Φιλόλαον σ. 174.