θεσμοθετεῖον
English (LSJ)
τό,
A hall in which the θεσμοθέται met, Arist.Ath.3.5, Plu.2.613b (-θέτιον Suid.s.v. Πρυτανεῖον):—also θεσμοθέσιον, τό, Plu.2.714c, Sch.Pl.Prt.337d, Suid.s.v. ἄρχων.
Greek (Liddell-Scott)
θεσμοθετεῖον: τό, ἡ αἴθουσα ἐν ᾗ συνήρχοντο οἱ θεσμοθέται, Λατ. basilica Thesmothetarum, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 4, 7. 8. Πλούτ. 2. 613B˙ ὡσαύτως θεσμοθέσιον, τό, αὐτόθι 714B, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 337D· -θέτιον, Σουΐδ. ἐν λέξ. πρυτανεῖον.