ξενοκτονέω
English (LSJ)
Ion. ξεινο-,
A slay guests or strangers, Hdt.2.115, E.Hec.1247, D.S.4.18.
German (Pape)
[Seite 277] ion. ξεινοκτονέω, Fremde od. Gastfreunde tödten; Eur. Hec. 1347; Her. 2, 115 u. Sp., wie D. Sic. 4, 40 Luc. D. D. 16, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοκτονέω: Ἰων. ξεινοκτ-, φονεύω τοὺς ξενιζομένους παρ’ ἐμοὶ ἢ ξένους, Ἡρόδ. 2. 115, Εὐρ. Ἑκ. 1247, Διόδ. 4. 18.
ΙΙ. φονεύω τὸν ξενίζοντά με, Εὐρ. Ι. Τ. 1021.