ξενοκτονέω

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοκτονέω Medium diacritics: ξενοκτονέω Low diacritics: ξενοκτονέω Capitals: ΞΕΝΟΚΤΟΝΕΩ
Transliteration A: xenoktonéō Transliteration B: xenoktoneō Transliteration C: ksenoktoneo Beta Code: cenoktone/w

English (LSJ)

Ion. ξεινοκτονέω, slay guests or slay strangers, Hdt.2.115, E.Hec.1247, D.S.4.18.

German (Pape)

[Seite 277] ion. ξεινοκτονέω, Fremde od. Gastfreunde tödten; Eur. Hec. 1347; Her. 2, 115 u. Sp., wie D. Sic. 4, 40 Luc. D. D. 16, 1.

French (Bailly abrégé)

ξενοκτονῶ :
1 tuer des hôtes ou des étrangers;
2 tuer son hôte.
Étymologie: ξενοκτόνος.

Russian (Dvoretsky)

ξενοκτονέω: ион. ξεινοκτονέω, убивать чужеземцев или убивать гостей Her., Eur., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοκτονέω: Ἰων. ξεινοκτ-, φονεύω τοὺς ξενιζομένους παρ’ ἐμοὶ ἢ ξένους, Ἡρόδ. 2. 115, Εὐρ. Ἑκ. 1247, Διόδ. 4. 18.
ΙΙ. φονεύω τὸν ξενίζοντά με, Εὐρ. Ι. Τ. 1021.

Greek Monotonic

ξενοκτονέω: Ιων. ξεινοκτ-,
I. φονεύω τους φιλοξενούμενούς μου ή τους ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ., ΙI. σκοτώνω τον οικοδεσπότη μου, σε Ευρ.

Middle Liddell

ξενοκτονέω,
I. to slay guests or strangers, Hdt., Eur.
II. to slay one's host, Eur. [from ξενοκτόνος