ἐμπυελίδιον

Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό, Dim. of sq., Hero Aut.10.1.

German (Pape)

[Seite 818] τό, dim. zu Folgdm, Hechan.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπυελίδιον: τό, καὶ ἐμπυελίς, ίδος, ἡ, (πύελος), κοίλωμα ἢ ὀπή, ἐν ᾗ εἰσέρχεται κνώδας (ἄξων) τροχοῦ, οἱ μὲν τροχοὶ περὶ κνώδακας σιδηροῦς ἐμβεβηκότας εἰς ἐμπυελίδας σιδηρᾶς Ἥρων π. Αὐτομ. 251, 245.