ἀναρτέομαι

Revision as of 11:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

Ion. Verb, used only in pf. Pass. (cf. ἀρτέομαι),

   A to be ready, prepared to do, c. inf., ἀναρτημένου σεῦ χρηστὰ ἔργα ποιέειν Hdt.1.90; ἀναρτημένος ἔρδειν τινὰ κακῶς 6.88; ἀνάρτημαι ἐπ' αὐτοὺς στρατεύεσθαι 7.8.γ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρτέομαι: Ἰων. ῥῆμ. ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. πρκμ. (πρβλ. ἀρτέομαι), προτίθεμαι, διανοοῦμαι, σχεδιάζω, ἔχω ἀπόφασιν νὰ πράξω τι· μετ’ ἀπαρ., ἀναρτημένου σευ.. χρηστὰ ἔργα.. ποιέειν Ἡρόδ. 1. 90· μαθών.. τοὺς Ἀθηναίους ἀναρτημένους ἕρδειν Αἰγινήτας κακῶς 6. 88· ἀνάρτημαι ἐπ’ αὐτοὺς στρατεύεσθαι 7. 8, 3.