διορθωτής

Revision as of 19:20, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A a corrector, τῶν σοφῶν LXX Wi.7.15; τῆς πολιτείας Plu.Sol.16; = Lat. corrector civitatium, Arr.Epict.3.7.1.    2 esp. of books, editor, reviser, D.S.15.6, Gal.8.758.

Greek (Liddell-Scott)

διορθωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διορθώνων, ἐπανορθωτής, Πλούτ. Σόλ. 16· ἰδίως ὁ διορθώνων βιβλία, Γαλην. 8, 100. 9, 239.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
réformateur.
Étymologie: διορθόω.