διορθόω
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
A make straight, Hp.Art.38.
2 διορθόω λόγον tell my tale aright, Pi.O.7.21.
II set right, restore to order, Isoc.9.47; διορθόω λόγοις ἔριν make up a quarrel, E.Hel.1159 (lyr.); διορθόω ἀδικήματα amend them, Plb.4.24.4; διορθόω τὴν Ἰλιάδα correct or revise it, Plu.Alex.8, cf. Alc.7 (Pass.), Porph.Plot.7, al.:—Med., amend for oneself, διορθοῦσθαι τὰ μέλλοντα Isoc.4.181; τἀγνοούμενα D.Ep.1.3; σφᾶς αὐτούς Plb.24.10.12; διορθόω πίστιν make good, redeem it, Id.1.7.12; τὰ προσοφειλόμενα pay off, Id.12.28.5 (cf. III); maintain in argument, Aeschin.2.112:—but freq. like Act., ἐξέστω διορθώσασθαι τὰς συνθήκας SIG581.85 (Crete, ii B. C.); διορθόω τὴν Ἰλλυριῶν ἄγνοιαν Plb.3.16.4, etc.; also διορθοῦσθαι ὑπέρ τινος take full security for... D.33.11.
III pay, τὸ λοιπόν PHib.1.63.13 (iii B. C.); τόκον POxy.483.16 (ii A. D.):—Med., PRev.Laws 18.14, al. (iii B. C.); φόρους PEleph. 14.1 (iii B. C.), cf. PSI5.509.13 (iii B. C.), etc.; ἀργύριον BCH46.420 (Caria, i B. C.).
IV reconcile, τινά τινι Philostr.VS1.17.2.
Spanish (DGE)
• Morfología: [arcad. v. med. aor. 3a sg. διωρθώσατυ SIG 306.38 (Tegea IV a.C.)]
A tr.
I concr.
1 enderezar, mantener recto διορθοῦν χρῆ τὰ ἐγκλιθέντα Hp.Art.38, cf. 23, ἀνδρόγυνοι ... διορθοῦσιν (τραχήλους) Polem.Phgn.36 (p.369), en v. pas. Hp.Art.37, Mochl.13
•en v. med. mismo sent. τὸ μὲν διὰ τοῦ πτώματος ἐλάττωμα ... διωρθώσαντο D.S.18.70.
II fig.
1 enderezar, arreglar, enmendar una situación πᾶν τὸ διαμαρτανόμενον Plb.10.24.5, τὰς ὁδοὺς ὑμῶν LXX Ie.7.3, τὰ ἀρρωστήματα τοῦ λόγου Basil.Ep.197.1, en v. pas. καθ' ὃ μὴ διορθοῦται τι τῶν ἠτυχημένων Sch.Er.Il.24.524a
•en v. med. mismo sent. εἰ μὴ τοῦτο διορθώσομαι D.39.1, τὰ μέλλοντα Isoc.4.181, abs. διωρθωσάμην ὐπὲρ ἐμαυτοῦ arreglé el asunto en mi provecho D.33.11, διορθούμενοι καὶ εἴ τι κακῶς ἐπράχθη Aristeas 37, cf. Plu.2.957a, Gr.Naz.Ep.60.2
•de enfermedades corregir, curar en v. pas. (ἡ τοῦ ὀφθαλμοῦ παράλυσις) Dem.Ophth. en Aët.7.51
•sent. moral o espiritual enderezar, corregir c. ac. de lo corregido (pensamientos, intenciones, etc.) ἐξὸν διορθῶσαι λόγοις σὰν ἔριν E.Hel.1159
•tb. en v. med. διορθοῦμαι τὴν ... δόξαν D.61.48, τὰς ἀγνοίας D.S.20.14
•c. ac. de pers. o colect. τὴν πόλιν ... διορθοῦν Arist.Pol.1263b39, cf. 1319a14, Philostr.VS 537
•tb. en v. med. τὰ ἱερά Philostr.VA 4.24, τὰς γυναῖκας ἡμῶν ἐπὶ τὸ ἀγαθὸν διορθωσώμεθα 1Ep.Clem.21.6
•abs. ἐὰν ἄρα τις παρῇ διορθῶν καὶ μετάγων ἀπό τινος οἰήσεως M.Ant.4.12.
2 de narraciones o textos rectificar, corregir διορθῶσαι λόγον rectificar una historia Pi.O.7.21, esp. de las leyes Γερμανικὸν πέμπειν διορθώσοντα τὰ κατὰ τὴν ἀνατολήν I.AI 18.54, οἱ χειροτονηθέντες ἁρμόσαι καὶ διορθῶσαι τὰ κοινά App.BC 4.95
•tb. en v. med. τὰ βασιλικὰ νόμιμα Plb.2.8.11
•jur. rectificar, modificar los términos de un tratado διορθώσασθαι ... ὃ ἂν δόξῃ κοινῇ ἀμφοτέροις IG 9(1).98.9 (Elatea III a.C.), αἰ δέ τί κα δόξῃ ἀμφοτέραις ταῖς πόλεσι ... διορθώσασθαι, κύριον ἔστω τὸ διορθωθέν ICr.3.3.4.76 (Hierapitna II a.C.)
•en sent. filológico corregir eliminando los errores διορθώσαντα καὶ προσγράψαντα πάσας τὰς διατριβάς (de un discurso), Isoc.12.262, οὐκ ἔστιν ὁ διορθώσων Isoc.Ep.1.3, τι τῶν αὑτῷ γεγραμμένων, ἀναγνῶναι καὶ διορθῶσαι Plu.2.58a, τραγῳδίαν αὐτοῦ διορθῶσαι Plu.2.334c, cf. Vett.Val.264.22, en v. pas. Eus.HE 5.28.15
•tb. en v. med. τὸν Ὅμηρον ἔνιοι διορθοῦνται ... ὡς ἄτοπον εἰρηκότα ... Arist.SE 166b4, γράφειν ποιήματα οὐκ ἐπίσταμαι, τὰ δὲ (ποιήματα) κακῶς γραφέντα διορθοῦσθαι Vett.Val.264.21, cf. Sch.Pi.O.3.81c
•tb. en filol. hacer una edición crítica τὴν Ὀδύσσειαν διώρθωσε Ach.Tat.Fr.p.78, en v. pas. τὸ βιβλίον διορθωθέν Sch.D.T.12.9
•en v. med. mismo sent. τὴν Ἰλιάδα Ach.Tat.Fr.p.78, τὸν δὲ ἄνδρα ... διορθούμενος ἐπέγραψε «Νικήτην τὸν κεκαθαρμένον» Philostr.VS 512
•entender rectamente en v. pas. οὕτω καὶ διορθωθήσεται Sch.Er.Il.12.5-7.
3 restablecer, restaurar τὴν μὲν Πτολεμαίου βασιλείαν ἡ τύχη διώρθωσε Plb.15.20.8
•c. ac. de pers. reponer en un rango anterior, en v. pas. PBaden 47.11 (II a.C.), SEG 16.784.10 (Chipre II a.C.)
•normalizar la situación legal de alguien, en v. pas. προστεταχέναι τὸν βασιλέα τοὺς ... ὀμωμοκότας διορθώσασθαι que el rey ha ordenado que los que han prestado juramento vean su situación regularizada, PSI 513.9 (III a.C.).
4 c. ac. y dat. de pers. reconciliar Φίλιππον ... Ἀθηναίοις δήπου διωρθοῦτο Philostr.VS 505.
III de sumas de dinero saldar, liquidar, pagar deudas, impuestos, gener. en v. med. τᾷ θεοῖ τὸ χρέος SIG 306.42 (Tegea IV a.C.), τὰ πάλαι προσοφειλόμενα νῦν οὐ διωρθοῦτο Plb.11.28.5, τὰς εἰσφοράς IMylasa 201.8 (III a.C.), cf. 212.15 (II/I a.C.), PEleph.14.1 (III a.C.), PSI 383.2 (III a.C.), διόρθωσαι αὐτοῖς τὸ λ[ο] ιπὸν ὃ προσοφείλεις μοι PHib.63.13 (III a.C.), τὰ καθήκοντα αὐτῷ BGU 1060.24 (I a.C.), τὰ κατ' ἔτος δημόσια BGU 2243.9 (II/III d.C.), en v. act. (δραχμάς) PBouriant.13.4 (I d.C.)
•abs. ἐάν τι ἐπανηλώσῃς, Ἐφαρμόστῳ διορθώσομαι si gastas de más, arreglaré cuentas con Efarmosto, PCair.Zen.305.3 (III a.C.).
B intr. mantener un camino o rumbo ἔχουσιν (πτερύγιον) ὅπως νέωσι καὶ πρὸς τὸ διορθοῦν Arist.PA 685b22, cf. Pol.1284b20
•tb. en v. med. διορθοῦσθαι τοῖς ποσὶν ἱκανῶς mantener el rumbo suficientemente con los tentáculos Arist.PA 685b25.
French (Bailly abrégé)
διορθῶ :
1 redresser;
2 fig. corriger, amender ; particul. corriger un ouvrage, un texte;
Moy. διορθόομαι, διορθοῦμαι;
1 tr. diriger ou remettre dans la droite voie;
2 intr. se redresser, se mettre sur ses gardes, prendre ses précautions.
Étymologie: διά, ὀρθόω.
German (Pape)
gerade machen; τὰ ἐγκλιθέντα Hippocr.; λόγον Pind. Ol. 7.21, wo der Schol. es διακριβόω erkl., richtig darstellen; ἔριν λόγοις, beilegen, Eur. Hel. 1174; überhaupt = etwas schlechtes wieder gut machen, in die rechte Ordnung bringen, Isocr. 9.47; τὰ ἀδικήματα Pol. 4.24.4; von Schulden, bezahlen, 11.28.5; ein Buch verbessern, Plut. Alc. 7, Alex. 8. – Häufiger im med, τὰ μέλλοντα διορθωσόμεθα, für uns in Ordnung bringen, Isocr. 4.181; ὑπέρ τινος, Dem. 33.11, d.i. für Einen, durch Beseitigung des Übels, sorgen, wie φυλάττεσθαι καὶ δ. περί τινος 9.7. Öfter bei Sp.; τὴν ἄγνοιαν Pol 3.16.4; τὴν πίστιν, wieder herstellen, 1.7.12. – Vgl. ἐπανορθόω.
Russian (Dvoretsky)
διορθόω:
1 делать прямым, выпрямлять: δ. λόγον Pind. говорить правду;
2 тж. med. исправлять, улучшать, приводить в порядок (τὴν πόλιν ἐκβεβαρβαρωμένην Isocr. и τὴν πόλιν τοῖς νόμοις Arst.; med. τὸν Ὃμηρον Arst.): Ἀριστοτέλους διορθώσαντος Plut. с поправкой Аристотеля;
3 исправлять, заглаживать (τὰ ἀδικήματα, med. τὴν τοιαύτην τόλμαν καὶ βίαν Polyb.);
4 направлять, управлять, править (πτέρυγας ἔχειν πρὸς τὸ διορθοῦν Arst.);
5 med. устранять, подавлять (τὸ γενόμενον κακόν Plut.);
6 med. восстанавливать (παρὰ τοῖς συμμάχοις τὴν αὑτῶν πίστιν Polyb.);
7 улаживать (λόγοις τὴν ἔριν διορθῶσαι Eur.);
8 med. принимать меры предосторожности (περί и ὑπέρ τινος Dem.);
9 регулировать, т. е. уплачивать (τὰ πάλαι προσοφειλόμενα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
διορθόω: ἐπανορθῶ, διορθώνω, κάμνω τι ὀρθόν, Ἱππ. Ἄρθρ. 803· δ. λόγον, λέγω τὸν λόγον μου ὀρθῶς, διακριβῶ, Πίνδ. Ο. 7. 38. ΙΙ. διορθώνω, φέρω εἰς τάξιν, Ἰσοκρ. 198C· δ. ἔριν, καταπαύω, Εὐρ. Ἑλ. 1159· δ. ἀδικήματα, ἱκανοποιῶ, ἐπανορθώνω, Πολύβ. 4. 24, 4· δ. πίστιν πρός τι, ἐπαναφέρω, ὁ αὐτ. 1. 7, 12· δ. τὰ προσοφειλόμενα, ἀποπληρώνω, ὁ αὐτ. 11. 28, 5· δ. τὴν Ἰλιάδα, διορθώνω αὐτήν, ἀναθεωρῶ, Πλούτ. Ἀλεξ. 8, πρβλ. Ἀλκιβ. 7. ‒ Μέσ., διορθώνω τι ἐπ᾿ ὠφελείᾳ ἐμῇ, διορθοῦσθαι τὰ μέλλοντα Ἰσοκρ. 78Ε· τὰ ἀγνοούμενα Δημ. 1463. 18· σφᾶς αὐτοὺς Πολύβ. 26. 3, 12· διισχυρίζομαί τι, ἐπιμένω ἐν τῇ συζητήσει εἴς τι, Αἰσχίν. 42. 38· ἀλλὰ συχνάκις ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., Πολύβ. 3. 16, 4, κτλ.· ὡσαύτως, διορθοῦσθαι περὶ ἢ ὑπέρ τινος, λαμβάνειν πλήρη ἐγγύησιν ἢ βεβαιότητα…, Δημ. 112. 15., 895. 24. Πρβλ. ἐπανορθόω.
English (Slater)
διορθόω set straight met. ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον (O. 7.21)
Greek Monotonic
διορθόω: μέλ. -ώσω, επανορθώνω, διορθώνω, βελτιώνω, επαναφέρω στην τάξη· δ. ἔριν, σταματώ έναν καυγά, σε Ευρ. — Μέσ., διορθώνω για τον εαυτό μου, διορθοῦσθαι περίτινος, λαμβάνω πλήρη εγγύηση ή διαβεβαίωση για..., σε Δημ.
Middle Liddell
fut. ώσω
to make quite straight, set right, amend, δ. ἔριν to make up a quarrel, Eur.:—Mid. to amend for oneself, διορθοῦσθαι περί τινος to take full security for…, Dem.