ἀγέραστος

Revision as of 19:21, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον, (γέρασ

   A without a gift of honour, unrecompensed, Il.1.119, Hes.Th.395; ἀ. τύμβος, ὄνομα E.Hec.115, Ba.1378; ἀπελθεῖν ἀ. Luc.Tyr.3: c. gen., θυέων ἀ. A.R 3.65:—cf. ἀγείρᾰτος.

German (Pape)

[Seite 12] (γέρας), ohne Ehrengeschenk, Hom. nur Il. 1, 119; Hes. neben ἄτιμος Fh. 395; τύμβος Eur. Hec. 116; ὄνομα Bacch. 1375; mit dem gen., θυέων Ap. Rh. 3, 65; neben ἄμοιρός τινος Plut. sol. an. 23; βόες κεράτων οὐκ ἀγ. Ael. H. A. 2, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγέραστος: -ον, (γέρας) ὁ ἄνευ ἀμοιβῆς ἢ τιμῆς, ἄνευ βραβείου, Ἰλ. Α., 119, Ἡσ. Θ., 395· ἀγ. τύμβος, Εὐρ. Ἑκ. 117, ὄνομα Βάκχ. 1378· ἀπελθεῖν ἀγ., Λουκ. Τυραννοκ. 3· μετὰ γεν., θυέων, ἀγ., Ἀπολλ. Ῥόδ. 3. 65: - ποιητ. τις τύπος: ἀγείρατος ἀναφέρεται ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non récompensé, non honoré.
Étymologie: ἀ, γέρας.