ἀγανακτητός

Revision as of 19:21, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A vexatious, Pl.Grg. 511b.

German (Pape)

[Seite 8] ή, όν, Unwillen erregend, Plat. Gorg. 511 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγανακτητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐνοχλητικός, Πλάτ. Γοργ. 511Β. ἀγανακτητέον, ῥηματ. ἐπίθ. πρέπει ν’ ἀγανακτῇ τις.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
irritant.
Étymologie: adj. verb. d’ἀγανακτέω.