ον,
A pure-flowing, ποταμός A.Pr.434(lyr.).
ἁγνόρῠτος: -ον, ὁ καθαρὰ ῥέων, ποταμός, Αἰσχ. Πέρσ. 434 (λυρ.): ποιητ. τύπος μεθ ̓ ἑνὸς ρ χάριν τοῦ μέτρου.
ος, ον :au cours limpide.Étymologie: ἁγνός, ῥέω.