ἀγραμματία
English (LSJ)
ἡ,
A illiteracy, Ph.1.502, Ael.VH8.6: pl., Phld.Vit. p.41J.
German (Pape)
[Seite 22] ἡ, Mangel an Bildung, Ael. V. H. 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγραμμᾰτία: ἡ, ἔλλειψις γνώσεως, γραμμάτων, «ἀγραμματωσύνη», Αἰλ. Π. Ἱσ. 8, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ignorance.
Étymologie: ἀγράμματος.