ἐξαρνέομαι

Revision as of 19:24, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

aor. 1

   A ἐξηρνησάμην Hdt.3.74, Att. ἐξηρνήθην Pl.Smp. 192e, Lg.949a, Cret. aor. subj. ἐξαννήσεται Leg.Gort.3.6:—deny utterly, τὸν φόνον Hdt.l.c.; οὔ τοι τοῦτό γ' ἐξαρνήσομαι E.Hel.579, etc.; ἤν τις ὀφείλων ἐξαρνῆται should deny a debt, Ar.Ec.660; μὴ λαβεῖν ἐξαρνούμενος D.27.16; οὐκ ἐ. πράττειν Aeschin.3.250.

German (Pape)

[Seite 872] mit aor. pass., läugnen, verneinen; Eur. Andr. 436; τί, Hel. 579; ἤν τις ὀφείλων ἐξαρνῆται Ar. Eccl. 660; φόνον Her. 3, 74; μὴ λαβεῖν Dem. 27, 16; οὐκ ἐξαρνοῦνται πράττειν, ἀλλ' ὁμολογοῦσιν Aesch. 3, 250; ἐξαρνηθέντι καὶ ἐξομοσαμένῳ Plat. Legg. XII, 949 a; abschlagen, τὰ μὲν δανειζόμενοι, τὰ δὲ ἐξαρνούμενοι Rep. V, 465 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρνέομαι: ἀόρ. ἐξηρνησάμην Ἡρόδ. 3. 74· ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἀττ. ἀείποτε ἐξηρνήθην Πλάτ. Συμπ. 192Ε, Νόμοι 949Α. Ἀποθ. Ἀρνοῦμαι ὅλως διόλου, τὸν φόνον Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐ τοῦτό γ’ ἐξαρνήσομαι Εὐρ. Ἑλ. 579, κτλ.· ἤν τις ὀφείλων ἐξαρνῆσαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 660· μὴ λαβεῖν ἐξαρνούμενος Δημ. 818. 24· οὐκ ἐξ. πράττειν Αἰσχίν. 89. 24.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. ἐξαρνήσομαι, ao. ἐξηρνήθην, ion. ἐξηρνησάμην;
1 nier : τι qch;
2 refuser, avec μή et l’inf. refuser de ; οὐκ ἐξαρνοῦμαι avec l’inf. ESCHN je ne refuse pas de.
Étymologie: ἐξ, ἀρνέομαι.