διόλου

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόλου Medium diacritics: διόλου Low diacritics: διόλου Capitals: ΔΙΟΛΟΥ
Transliteration A: diólou Transliteration B: diolou Transliteration C: diolou Beta Code: dio/lou

English (LSJ)

Adv. for δι' ὅλου (cf. καθόλου), altogether, Phoc.2 A, Arist.Po.1459b16, etc.; of time, always, LXX 1 Ma.6.18, AP5.157 (Asclep.), Lyr.Alex.Adesp.37.5, Ev.Jo.19.23, etc.

Spanish (DGE)

adv., frec. divissim δι' ὅλου
1 sent. espacial, a veces c. matiz modal por completo, por entero ἀναγνώρισις γὰρ δ. es anagnórisis por entero dicho de la Odisea Arist.Po.1459b15, δ. μὲν γὰρ ὢν ὁ κόσμος πυρώδης Chrysipp.Stoic.2.186, χρόνος ... εἰς πέρατα δ. ... ἀναλυόμενος Arched.Stoic.3.263, ἐφρόντισεν δὲ ὁμοίως καὶ ὑπὲρ τῶν γινομένων δ. ... ἀργυρικῶν ζημιῶν IG 22.1028.81 (II/I a.C.), μήτε γάμον, μήτε τέκνον δ. ἴσχοι Test.Salaminia 199.15 (I d.C.), λεπτὸν ἦν δ. (la herida) era leve en todas partes Plu.Dio 34, ἑαυτῷ συγγιγνόμενος δ. Numen.11.13, cf. D.L.7.151, τοὺς δὲ κακοὺς δ. πάντας ἀποστρέφομαι AP 10.117, εἰς νότον δ. ἕως τοῦ τοίχου PMasp.109.27 (VI d.C.).
2 temp. siempre ταῦτ' ἐστὶ δ. Anon.Aulod.3.5, δ. ... φίλει με AP 5.158 (Asclep.), cf. 11.7 (Nicarch.), οὐκ ἔχομεν δ. τὸν λόγον ... εἰπεῖν Aristid.Quint.33.21, ἀτενὲς δ. βλέποντες Hld.3.13.2, οὐκ ἐπαύσατο μανιῶν δ. PMasp.2.3.20 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 634] d. i. δι' ὅλου, s. ὅλος.

French (Bailly abrégé)

p. δι' ὅλου.

Russian (Dvoretsky)

διόλου: v.l. = δι᾽ ὅλου (см. ὅλος).

Greek (Liddell-Scott)

διόλου: ἐπίρρ., δι’ ὅλου (πρβλ. καθόλου), ὁλοκλήρως, παντελῶς, Φωκυλ. 2, Ἀριστ. Ποιτ. 24, 3, Ἀνθ. Π. 5. 158.

Greek Monolingual

(AM διόλου και δι' ὅλου) επίρρ.
μσν.- νεοελλ.
1. (με αρνητ. έννοια) καθόλου («δεν εργάζεται διόλου»)
2. (επιτατ. συνηθ. με το επίρρ. όλως) ολότελα, τελείως, εντελώς («όλως διόλου ανίκανος»)
αρχ.-μσν.
(για χρόνο) διαρκώς, πάντα
αρχ.
(καταφατ.) ολότελα, τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α+ γεν. όλου του όλος].