καταρρακόω

Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A tear into shreds: pf. part. Pass. κατερρακωμένος in rags, S.Tr.1103.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρᾰκόω: κατακόπτω, σχίζω, εἰς ῥάκη, κατακουρελιάζω, μετοχ. παθ. Πρκμ. κατερρακωμένος, ὡς ῥάκη τὰς σάρκας ξεσχισμένας καὶ κρεμαμένας ἔχων, ἄναρθρος κ. Σοφ. Τρ. 1103.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mettre en lambeaux, déchirer.
Étymologie: κατά, ῥακόω.