διομολόγησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A convention, πρός τινα Plb.3.27.9 (pl.), D.S.9.10 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
διομολόγησις: -εως, ἡ, συμφωνία, πρός τινα Πολύβ. 3. 27, 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
convention.
Étymologie: διομολογέω.
εως, ἡ,
A convention, πρός τινα Plb.3.27.9 (pl.), D.S.9.10 (pl.).
διομολόγησις: -εως, ἡ, συμφωνία, πρός τινα Πολύβ. 3. 27, 9.
εως (ἡ) :
convention.
Étymologie: διομολογέω.