καταρράσσω

Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

Att. καταρράττω,

   A v.l. for καταράσσω (q. v.) Ph.2.98, etc.; ἐκτραχηλίζειν καὶ καταρράττειν Id.1.676; ἐπάρας κατέρραξάς με LXX Ps.101(102).10; cf. καταρρήσσω (B).    II = καταρρήγνυμι 11.4, Ael. NA3.18(s. v.l.).

French (Bailly abrégé)

ao. κατέρραξα;
c. καταρρήγνυμι.
Étymologie: κατά, ῥάσσω.