διαπόνημα

Revision as of 19:26, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A hard labour, exercise, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Pl.Lg.813d.    II concrete, work, τὰ τῶν τεκτόνων δ. Id.Criti.114e; achievement, work done, βασιλέως Procop.Aed.2.7; thing achieved, reward of toil, Id.Goth.4.19.

Greek (Liddell-Scott)

διαπόνημα: τό, βαρεῖα ἐργασία, κόπος, ἄσκησις, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Πλάτ. Νόμ. 813D. II. διὰ πόνου ἐξειργασμένον, φιλοπόνημα, τὰ τῶν τεκτόνων δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 114Ε, πρβλ. 118C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
travail pénible, exercice laborieux.
Étymologie: διαπονέω.