διαπονέω
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A work out with labour, elaborate, Isoc.5.85; cultivate, practise, δ. γράμματα Pl.Lg.810b, cf.R.535c; τὰ πρὸς ἀγῶνας συντείνοντα Arist.Pol.1341a11; exercise, σώματα X.Cyn.4.10; σώματα δρόμοις καὶ πάλαις Plu.Lyc.14; αὑτὸν Id.Dem.5; στρατόν App.Syr.43; τοὺς νέους Luc.Anach.18:—Med., διαπονεῖσθαι ἐπιτηδεύματα, διαπονεῖσθαι τέχνας, Pl.Lg.846d, cf.Phdr.273e, X.Mem.2.1.33:—Pass., Pl.Criti.118c, Ep. 326d, etc.; οἴκου… οὐχ ὡς τὰ πρόσθ' ἄριστα διαπονουμένου managed, governed, A.Ag.19; διαπονηθῆναι τὴν μουσικήν to be taught music thoroughly, Plu.Per.4; διαπεπονημένοι = veterans, D.S.11.7; ὄψων… περιττῶς διαπεπονημένων Plu.Luc.40.
2 till or cultivate completely, χώραν Plb.4.45.7:—Pass., Hell.Oxy.12.5.
3 Pass., to be worn out, be troubled, Act.Ap.4.2, 16.18, POxy.743.22 (i B.C.).
II intr., to work hard, δ. τῇ διανοίᾳ καὶ τῷ σώματι Arist.Pol.1339a8, cf. Aristeas 92; περὶ τὸ σῶμα Arist.EN1178a26; περὶ τὰ δημιουργικὰ τεχνήματα Pl.Lg.846d: c. inf., δ. πᾶν ἰσόρροπον ποιεῖν X.Smp.2.17: —Med., δ. τὸ πᾶσαν πίστιν λαβεῖν Pl.Lg.966c; δ. περὶ τὸν γόνον Arist. GA759b1; οἱ διαπονούμενοι the hard-working, hardy, opp. ἄπονοι, X. Lac.5.8; to be hard-worked, of hounds, Arr.Cyn.32.1, al.
Spanish (DGE)
I tr.
1 de pers. ejercitar, entrenar con ejercicio físico τὰ σώματα X.Cyn.4.10, Plu.Eum.4, cf. Pl.R.535c, D.Chr.2.25, Philostr.VS 598, τοὺς νέους Luc.Anach.18, τὸν στρατόν App.Syr.43, cf. Ph.2.468, σώματα τῶν παρθένων δρόμοις καὶ πάλαις Plu.Lyc.14, en v. pas. οὐδὲν γὰρ τοῦ σώματος διαπεπόνηται πρὸς οὐδένα πόνον Hp.Vict.2.66.
2 de actividades intelectuales y abstr. ejercitar, practicar, cultivar γράμματα ... χρὴ ... διαπονεῖν Pl.Lg.810b, τὴν μαθηματικὴν ἐπιστήμην Ph.1.30, τὴν ἀνδρείαν Ph.2.376, τὴν ἀρετήν Ph.2.427, αὑτὸν ... διεπόνει ταῖς μελέταις se ejercitaba a sí mismo en los ejercicios de declamación, Plu.Dem.5, cf. Cic.4
•en v. med. mism. sent. δύο τέχνας ἀκριβῶς διαπονεῖσθαι practicar con dominio dos oficios Pl.Lg.846d, ἣν (πραγματείαν) δεῖ διαπονεῖσθαι τὸν σώφρονα Pl.Phdr.273e, ταῦτα μηδὲν μουσικῆς πέρι Aristid.Quint.3.22
•instruir c. doble ac., en v. pas. παρὰ Πυθοκλείδῃ μουσικὴν διαπονηθῆναι τὸν ἄνδρα φησίν Plu.Per.4.
3 trabajar, cultivar la tierra ὅταν διαπονήσωσι ταύτην (χώραν) Plb.4.45.7, en v. pas. τὸ πεδίον φύσει καὶ ὑπὸ βασιλέων πολλῶν ... διεπεπόνητο Pl.Criti.118c
•fig. gobernar en v. pas. οἴκου τοῦδε ... οὐχ ὡς τὰ πρόσθ' ἄριστα διαπονουμένου de esta casa ... que no está gobernada de la mejor manera como antes A.A.19.
4 realizar trabajosamente, preocuparse por, esforzarse en ὅταν (ἅ) ... ἄν τις αὑτοῦ χάριν οἴηται διαπονεῖν Plb.30.10.1, ἐν ὑπαίθρῳ τὰ ἔργα διαπονεῖν D.Chr.3.71, τὸ ἐπιπορεύεσθαι ... διαπονοῦντες LXX 2Ma.2.28, καλὸν ἔργον καὶ θεῖον ἀεί διαπονῶν Clem.Al.QDS 16.3, en v. pas. ἀγροικίαι ... οἰκοδομαῖς πολυτελέσι καὶ κονιάμασι διαπεπονημέναι D.S.20.8, πεμμάτων περιττῶς διαπεπονημένων παρασκευαῖς Plu.Luc.40, tb. en v. med. c. inf. ὃς ἂν μὴ διαπονήσηται τὸ πᾶσαν πίστιν λαβεῖν Pl.Lg.966c, σοι ... διαπονησαμένῳ τὴν ... εὐδαιμονίαν κεκτῆσθαι X.Mem.2.1.33.
II intr.
1 ejercitarse μέχρι διαπονήσωσιν de gimnastas, Hp.Vict.3.84, ἐν τοῖς ὅπλοις D.H.14
•en v. med. mismo sent. οἱ μὲν διαπονούμενοι εὖχροί τε καὶ εὔσαρκοι X.Lac.5.8
•trabajar con c. dat. instrum. παντὶ διαπονῶν τῷ σώματι X.Smp.2.17, ἅμα γὰρ τῇ τε διανοίᾳ καὶ τῷ σώματι διαπονεῖν οὐ δεῖ Arist.Pol.1339a8, cf. Ph.2.282
•en v. med. mismo sent. τὰ γυμνάσια διὰ τοῦ ἐλαίου διαπονεῖται D.H.Rh.1.6
•gener. trabajar ἄρρην δὲ θηλείας διαπονεῖσθαι ἀμείνων que el macho trabaja mejor que la hembra Arr.Cyn.32.1.
2 preocuparse, ocuparse c. περί: περὶ τὰ δημιουργικὰ τεχνήματα Pl.Lg.846d, εἰ καὶ μᾶλλον διαπονεῖ περὶ τὸ σῶμα ὁ πολιτικός Arist.EN 1178a26, περὶ τὸν φαινόμενον οἰκεῖον διαπονεῖται γόνον (los animales) se ocupan de la generación aparentemente propia Arist.GA 759b1, c. otros compl. ἀλλὰ τῶν ἀποβαινόντων ἕνεκεν διαπονοῦμεν Isoc.1.47
•en v. med. pas., con gen. ἐς ... ἀφροδισίων σπουδὰς διαπονουμένας en afanes dedicados a los placeres amorosos Pl.Ep.326d.
3 en v. med.-pas. estar molesto, estar preocupado ἐγὼ ὅλος διαπον[ο] ῦμαι εἰ Ἕλενος χαλκοὺς ἀπόλε[σ] εν yo estoy muy molesto porque Héleno ha perdido el dinero, POxy.743.22 (I a.C.), διὰ τὸ διδάσκειν αὐτοὺς τὸν λαόν Act.Ap.4.2, διαπονηθείς molesto, Act.Ap.16.18, cf. Vit.Aesop.G 3 (cód.), Hsch.
•hacerse daño, lastimarse ἐξαίρων λίθους διαπονηθήσεται ἐν αὐτοῖς removiendo piedras se dañará con ellas LXX Ec.10.9, πρὸς διαπεπονημένους συμβαλόντες atacando a (hombres) extenuados D.S.11.7.
German (Pape)
[Seite 596] durcharbeiten, mit Anstrengung zu Stande bringen, vollenden, καὶ ἐξεργάζεσθαι, Isocr. 5. 85; absol., wie 1, 47; περὶ τὰ δημιουργικὰ τεχνήματα Plat. Legg. XIII, 846 d; wie περὶ τὸ σῶμα Arist. Eth. 10, 8, d. i. sich anstrengen, wie τῷ σώματι καὶ τῇ διανοίᾳ pol. 8, 4; τὰ γράμματα, Plat. Legg. VII, 810 b, Lesen und Schreiben eifrig betreiben, einüben; τὰ τοῦ σώματος, die körperlichen Übungen, Rep. VII, 535 c; τὸ πεδίον διεπεπόνητο Critia. 108 c; τἡν χώραν, das Land bearbeiten, Pol. 4, 45, 7. Bes. von gymnischen Übungen, abhärten, τὰ σώματα Xen. Cyn. 4, 10; τοὺς νέους Luc. Anach. 18; τὰ σώματα δρόμοις καὶ πάλαις Plut. Lyc. 14; στρατὸν δ. ἢ γυμνάζειν ὁδοιπορίαις App. Syr. 43; διαπονεῖσθαι καὶ ἀσκεῖν ἐν τοῖς ὅπλοις καὶ ταῖς παλαίστραις Plut. Lyc. et Num. 1. – Das med. (aor. pass. nur Plut. Pericl. 4), sich anstrengen, eifrig üben, Plat. Phil. 15 c u. öfter; auch δύο τέχνας ἀκριβῶς, Legg. VIII, 846 d, sich darin üben, od. sie durch Fleiß sich aneignen; κύρτοις ἀργὸν θήραν VII, 823 e; auch wie das act. absol., Xen. Hell. 2, 3, 17; περί τινα, Arist. gen. an. 3, 10; εἴς τι, Plat. Ep. VII, 326 d. – Im N.T. = moleste ferre.
French (Bailly abrégé)
διαπονῶ :
1 intr. faire effort pour, travailler avec soin : περί τι se donner beaucoup de peine pour qch ; avec l'inf. pour faire qch ; οἶκον ESCHL prendre grand soin de sa maison;
2 tr. exercer avec soin : τὰ σώματα δρόμοις καὶ πάλαις PLUT les corps à la course et à la lutte;
Moy. διαπονέομαι, διαπονοῦμαι;
1 se donner beaucoup de peine : τι pour qch;
2 abs. prendre de l'exercice.
Étymologie: διά, πονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πονέω met acc., ook med., met aor. med. en pass. oefenen:; γράμματα... χρή... διαπονεῖν men moet lezen en schrijven oefenen Plat. Lg. 810b; μουσικὴν διαπονηθῆναι τὸν ἄνδρα φησίν hij zegt dat de man grondig muziek heeft gestudeerd Plut. Per. 4.1; trainen:. τοὺς νέους δ. de jonge mannen trainen Luc. 37.18. bewerken; pass.:; ὧδε... τὸ πεδίον φύσει καὶ ὑπὸ βασιλέων πολλῶν... διεπεπόνητο de vlakte had door de natuur en door vele koningen het volgende karakter gekregen Plat. Criti. 118c; overdr. beheren:. οἴκου τοῦδε... οὐχ ὡς τὰ πρόσθ’ ἄριστα διαπονουμένου dit huis dat niet zoals vroeger uitstekend beheerd wordt Aeschl. Ag. 19. tot stand brengen:. ὃς ἂν μὴ διαπονήσηται τὸ πᾶσαν πίστιν λαβεῖν wie er niet in slaagt zich de volledige geloofsleer eigen te maken Plat. Lg. 966c; πεμμάτων περιττῶς διαπεπονημένων van geraffineerd bereide lekkernijen Plut. Luc. 40.1. intrans. ook med. hard werken, zich inspannen; pass. overdr. het moeilijk hebben, ontstemd zijn:. διαπονούμενοι διὰ τὸ διδάσκειν αὐτοὺς τὸν λαόν ontstemd omdat zij het volk onderrichtten NT Act. Ap. 4.2; διαπονηθεὶς δὲ Παῦλος toen Paulus er genoeg van had NT Act. Ap. 16.18. zich intensief bezig houden met, met περί:. περὶ τὰ δημιουργικὰ τεχνήματα δ. zich bezighouden met technische werkzaamheden Plat. Lg. 846d.
Russian (Dvoretsky)
διαπονέω: тж. med.
1 напряженно работать, усердно трудиться (ἐξεργάζεσθαι καὶ δ. Isocr.; ἅμα τῇ διανοίᾳ καὶ τῷ σώματι Arst.): δ. τι Plat., Arst., εἴς τι Plat. и περί τι (τινα) Plat., Arst. прилежно заниматься кем(чем)-л., посвящать себя кому(чему)-л.; ἔξεστί σοι διαπονησαμένῳ τὴν εὐδαιμονίαν κεκτῇσθαι Xen. упорным трудом ты можешь добиться счастья; παρά τινι τὴν μουσικὴν διαπονηθῆναι Plut. обучиться музыке у кого-л.;
2 обрабатывать, возделывать (χώραν Polyb.);
3 благоустраивать, преображать (τὸ πεδίον φύσει ἐν πολλῷ χρόνῳ διεπεπόνητο Plat.);
4 усердно упражнять, развивать, закалять (τὰ σώματα κινήσεσι καὶ μελέταις Plut.; τοὺς νέους ἐκ παίδων εὐθύς Luc.): οἱ διαπονούμενοι Xen. занимающиеся физическими упражнениями; οἱ διαπεπονημένοι Diod. закаленные воины, ветераны;
5 вызывать досаду, pass. досадовать, огорчаться: διαπονηθεὶς εἶπεν NT с горечью он сказал.
English (Strong)
from διά and a derivative of πόνος; to toil through, i.e. (passively) be worried: be grieved.
English (Thayer)
to work out laboriously, make complete by labor. Middle (present διαπονοῦμαι); with 1st aorist passive διεπονήθην (for which Attic writings διεπονησαμην);
a. to exert oneself, strive;
b. to manage with pains, accomplish with great labor; in secular authors in both senses (from Aeschylus down).
c. to be troubled, be displeased, be offended, be pained, (cf. colloquial English to be worked up; Winer's Grammar, 23 (22)): Aq. in Sept. in נֶעֱצַב; Hesychius διαπονηθείς; λυπηθείς.)
Greek Monotonic
διαπονέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. δουλεύω με μόχθο, κάματο, εργάζομαι συντόνως, Λατ. elaboro, σε Πλάτ. κ.λπ. — Μέσ., γίνομαι εκτελεστός, εκδουλεύομαι, στον ίδ., σε Ξεν. — Παθ., χειραγωγούμαι, διευθύνομαι, εξουσιάζομαι, σε Αισχύλ.
2. Παθ. επίσης, είμαι συντετριμμένος από θλίψη, υποφέρω, σε Καινή Διαθήκη
II. αμτβ., εργάζομαι σκληρά, μοχθώ, κοπιάζω συνεχώς, σε Ξεν., Αριστ.· οἱ διαπονούμενοι, αυτοί που εργάζονται βαριά, αυτοί που μοχθούν πολύ, σκληραγωγημένοι, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
διαπονέω: ἐργάζομαι, ἀσκῶ μετὰ κόπου, ἐργάζομαι ὅπως κάμω τι πλῆρες, ἐπιμελῶς καλλιεργῶ, ὡς τὸ ἐκπονέω, Λατ. elaboro, Ἰσοκρ. 99C, κτλ.· δ. τὰ γράμματα Πλάτ. Νόμ. 810Β, Πολ. 535C· τὰ σώματα Ξεν. Κυν. 4, 10· τὰ πρὸς ἀγῶνας συντείνοντα Ἀριστ. Πολ. 8. 6, 7· τοὺς νέους Λουκ. Ἀναχ. 18· -συχν. ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διαπονεῖσθαι ἐπιτηδεύματα καὶ τέχνας Πλάτ. Νόμ. 846D, πρβλ. Φαίδρ. 273Ε. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 33. - Παθ., οἴκου… οὐχ ὡς τὰ πρόσθ’ ἄριστα διαπονουμένου, διευθυνομένου, κυβερνωμένου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 19· διαπονηθῆναι τὴν μουσικήν, διδαχθῆναι αὐτὴν ἐντελῶς, Πλούτ. Περικλ. 4· διαπεπονημένοι, παλαιοὶ στρατιῶται, ἐξησκημένοι, Διόδ. 11. 1· ὄψων… περιττῶς διαπεπονημένων Πλούτ. Λουκούλλ. 40. 2) καλλιεργῶ ἐντελῶς, μετ’ ἐπιμελείας, χώραν Πολύβ. 4. 45, 7· καὶ ἐν τῷ παθ., Πλάτ. Κριτί. 118C. 3) ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, καταπονοῦμαι, ἐνοχλοῦμαι, ταράττομαι, Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 2, ις΄, 18, Ἰώσηπ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐργάζομαι πολύ, κοπιάζω, ἀγωνίζομαι συνεχῶς, δ. τῇ διανοίᾳ καὶ τῷ σώματι Ἀριστ. Πολ. 8. 4, 9· δ. εἴς τι Ἐπ. Πλάτ. 326D· περί τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 4· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., δ. πᾶν ἰσόρροπον ποιεῖν Ξεν. Συμπ. 2, 17· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 966C· δ. περὶ τὰ τέκνα Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 3. 10, 6· οἱ διαπονούμενοι, οἱ βαρέως ἐργαζόμενοι, λίαν μοχθοῦντες, ἀντίθ. ἄπονοι, Ξεν. Πολ. Λακ. 5, 8.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to work out with labour, Lat. elaboro, Plat., etc.:—Mid. to get worked out, Plat., Xen.: —Pass. to be managed, governed, Aesch.
2. Pass. also, to be much grieved, NTest.
II. intr. to work hard, toil constantly, Xen., Arist.; οἱ διαπονούμενοι the hardworking, hardy, Xen.