ἀγροικία

Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ,

   A rusticity, boorishness, Pl.Grg.461c, R.560d, al.; cf.Arist.EN1108a26.    II the country, Herod.1.2, Inscr.Magn. 8, SIG344.100 (Teos), Muson.Fr.11p.60H., Plu.2.519a, Longus 1.13, Aristid.Or.47(23).45; pl., Plu.2.311b.    III in pl., countryhouses, D.S.20.8, Nymphod.12, M.Ant.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγροικία: ἡ, τραχύτης, ἄγροικος χαρακτήρ, Πλάτ. Γοργ. 461 C, Πολ. 560 D, καὶ ἀλλ.· - πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13. ΙΙ. ἡ χώρα, οἱ ἀγροί, Λατ. rus, Πλούτ. 2. 519 Α· πλθ., ὁ αὐτ. 311 Β: - ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐξοχικαὶ οἰκίαι, Διοδ. 2. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 séjour, résidence à la campagne;
2 mœurs rustiques, grossièreté.
Étymologie: ἀγροῖκος.