(ἀγύρτης)
A collect by begging, χρήματα Od.19.284.
ἀγυρτάζω: (ἀγύρτης), συλλέγω ἐπαιτῶν· χρήματα, Ὀδ. Τ. 284.
recueillir, quêter.Étymologie: ἀγύρτης.