ἀγυρτάζω
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
(ἀγύρτης) collect by begging, χρήματα Od.19.284.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
reunir χρήματα Od.19.284.
French (Bailly abrégé)
recueillir, quêter.
Étymologie: ἀγύρτης.
German (Pape)
einsammeln, herumgehend als Bettler, oder reisend, Gastgeschenke, χρήματα Hom. Od. 19.284 (ἅπαξ εἰρημ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀγυρτάζω: (о нищем) собирать, выпрашивать (χρήματα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγυρτάζω: (ἀγύρτης), συλλέγω ἐπαιτῶν· χρήματα, Ὀδ. Τ. 284.
English (Autenrieth)
(ἀγύρτης, ἀγείρω): collect as beggar, Od. 19.284†.
Greek Monotonic
ἀγυρτάζω: μόνο στον ενεστ., συλλέγω, συγκεντρώνω μέσω ζητιανιάς, επαιτείας, σε Ομήρ. Οδ.