ἀγχιτέρμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (τέρμα)
A near the border, neighbouring, S.Fr.384, E.Rh.426; τινός Theodect.17, Lyc.1130.—Poet. (Dithyrambic acc. to Poll.6.113) and in X.Hier.10.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχιτέρμων: -ον, γεν. ονος, (τέρμα) ὁ παρὰ τὰ σύνορα, γείτων, Σοφ. Ἀποσπ. 349· τινί, Εὐρ. Ρῆσ. 426· τινός, Λυκόφρ. 113Ο: ― ἰδίᾳ ποιητ. λ. (καὶ κατὰ Πολυδ. 6. 113, διθυραμβική), ἀλλὰ καὶ παρὰ Ξενοφ. Ἱέρ. 10. 7.
French (Bailly abrégé)
ων, ον, gén. ονος;
limitrophe, voisin de.
Étymologie: ἄγχι, τέρμα.