ἀγχιτέρμων
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ἀγχιτέρμον, gen. ονος, (τέρμα) near the border, neighbouring, S.Fr.384, E.Rh.426; τινός Theodect.17, Lyc.1130.—Poet. (Dithyrambic acc. to Poll.6.113) and in X.Hier.10.7.
Spanish (DGE)
(ἀγχῐτέρμων) -ον
• Morfología: [gen. -ονος]
que está cerca del límite, limítrofe πάγοι S.Fr.384, γαῖα E.Rh.426, πόλεις X.Hier.10.7, c. gen. Theodect.17, Lyc.1130.
French (Bailly abrégé)
ων, ον, gén. ονος;
limitrophe, voisin de.
Étymologie: ἄγχι, τέρμα.
German (Pape)
ον, angrenzend, Eur. Rh. 426; auch Xen. Hier. 10.7; τινός Lyc. 1130; τινί 729.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχῐτέρμων: gen. ονος пограничный, сопредельный, соседний (πάγοι Soph.; πόλεις Xen.): ἀ. γαῖά μοι Eur. соседствующая со мной страна.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχιτέρμων: -ον, γεν. ονος, (τέρμα) ὁ παρὰ τὰ σύνορα, γείτων, Σοφ. Ἀποσπ. 349· τινί, Εὐρ. Ρῆσ. 426· τινός, Λυκόφρ. 113Ο: ― ἰδίᾳ ποιητ. λ. (καὶ κατὰ Πολυδ. 6. 113, διθυραμβική), ἀλλὰ καὶ παρὰ Ξενοφ. Ἱέρ. 10. 7.
Greek Monotonic
ἀγχιτέρμων: -ον, γεν. -ονος (τέρμα), αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα, συνοριακός, γειτονικός, σε Σοφ.
Middle Liddell
τέρμα
near the borders, neighbouring, Soph.
English (Woodhouse)
Translations
neighbouring
Arabic: مُجَاوِر; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: naburig, naburige, aanpalend, aanpalende, buur-; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: adjacent, voisin, avoisinant; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: benachbart; Greek: γειτονικός, γειτνιάζων; Ancient Greek: ἀγχήρης, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίθυρος, ἀγχίπορος, ἀγχιτέρμων, ἀγχόμορος, ἄγχουρος, ἀμφικτύων, ἀστυγείτων, γειτνιακός, γείτνιος, γειτόσυνος, γείτων, ἔποικος, ξύνουρος, ὅμαυλος, ὅμορος, ὅμουρος, ὁμόχωρος, πάροικος, περιηγής, περιοικίς, περίοικος, πλησίος, πλησιόχωρος, πρόσοικος, πρόσχωρος, συγγείτνιος, συγγείτων, σύγκληρος, σύνορος; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: confinante, contiguo, vicino, finitimo, limitrofo; Latin: vicinalis; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: vizinho, limítrofe; Romansch: vischin; Russian: соседний, близлежащий; Spanish: vecino, limítrofe, contiguo; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik