ἀδαμαντόδετος

Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A iron-bound, λῦμαι A.Pr.148,426(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδᾱμαντόδετος: -ον, ὁ διὰ δεσμῶν ἐκ χάλυβος δεδεμένος, ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις, Αἰσχύλ. Πρ. 148, 426 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfermé dans des liens d’acier.
Étymologie: ἀδάμας, δέω.